σωρεύσῃ

σωρεύσῃ
σωρεύσηι , σώρευσις
accumulation
fem dat sg (epic)
σωρεύω
heap
aor subj mid 2nd sg
σωρεύω
heap
aor subj act 3rd sg
σωρεύω
heap
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σώρευση — σώρευσις, εύσεως, ΝΜΑ [σωρεύω] τοποθέτηση σε σωρό, επισώρευση νεοελλ. 1. συσσώρευση, συγκέντρωση 2. φρ. «αντικειμενική σώρευση αγωγών» (νομ.) η με το ίδιο δικογράφημα άσκηση περισσότερων αγωγών από τον ίδιο ή τους ίδιους ενάγοντες κατά τού ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • σώρευση — η σχηματισμός σωρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομοδικία — η η από κοινού παράσταση στο δικαστήριο δύο τουλάχιστον διαδίκων με την όμοια ιδιότητα τού ενάγοντος ή τού εναγομένου ή η σώρευση δύο τουλάχιστον αγωγών τού ίδιου ενάγοντος εναντίον τού ίδιου εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόδικος. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • προσσώρευσις — εύσεως, ἡ, Α [προσσωρεύω] 1. η επί πλέον σώρευση, επισώρευση 2. μαθημ. η αθροιστική παράσταση ή το άθροισμα αριθμών τών οποίων ο επόμενος είναι μεγαλύτερος τού προηγούμενου κατά μία μονάδα, λ.χ. 1 + 2 + 3 + 4 …   Dictionary of Greek

  • σώριασμα — το, ατος 1. σώρευση. 2. πτώση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”